ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ (ή Βίβλος ή Ιερά Γράμματα) Αποτελείται από δύο μέρη: Την Παλαιά Διαθήκη και την Καινή Διαθήκη, μια ευρύτατη συλλογή βιβλίων που αναφέρονται στην αποκάλυψη του Θεού μέσα στην ανθρώπινη Ιστορία.
Η Βίβλος δεν είναι προϊόν ενός συγγραφέα ή μίας εποχής, αλλά περιλαμβάνει κείμενα που καλύπτουν μια μακραίωνη χρονική περίοδο, στα οποία αντικατοπτρίζονται οι γλωσσικές ιδιομορφίες και τα εκφραστικά μέσα της κάθε εποχής, οι φιλοσοφικές, θεολογικές και θρησκευτικές ιδέες και αντιλήψεις, καθώς και τα κάθε φορά πολιτικά και κοινωνικά δεδομένα.
Όμως, η Βίβλος δεν είναι μόνον ανθρώπινο έργο αλλά και θείο, καθώς δεν είναι προϊόν γραφείου, καρπός των θεολογικών αναζητήσεων κάποιου διανοούμενου ή το κατασκεύασμα κάποιου ιερατείου, αλλά πίσω από κάθε βιβλικό κείμενο υπάρχει η αποκάλυψη του Θεού προς το λαό του ο οποίος τη βίωσε, και διατήρησε ζωντανή στην παράδοσή του την εμπειρία της. Και είναι ακριβώς αυτή η εμπειρία της αποκάλυψης του Θεού μέσα στην ανθρώπινη Ιστορία το κοινό στοιχείο που συγκροτεί τούτη τη συλλογή ποικιλόμορφων κειμένων σε ενιαίο σώμα και προσδίδει τη θαυμαστή της ενότητα σ’ αυτήν από το πρώτο μέχρι το τελευταίο βιβλίο της.
ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ Το πρώτο μέρος της παραπάνω συλλογής των θεόπνευστων βιβλίων, που αποτέλεσε την πρώτη “Αγία Γραφή” της αρχαίας χριστιανικής Εκκλησίας. Αναγνωρίζεται κι από τον Ιουδαϊσμό ως η ιερή Βίβλος του (39 βιβλία).
Ο όρος “Διαθήκη”, που κατά κυριολεξία σημαίνει την τελευταία έκφραση της βούλησης ενός προσώπου, στη βιβλική γλώσσα αποτελεί απόδοση στα ελληνικά μιας εβραϊκής λέξης που σημαίνει “συνθήκη”, “συμμαχία”, “σύμβαση”, ή “συμφωνία”. Εκτός όμως από το νόημα που μπορεί να έχει για τις ανθρώπινες σχέσεις, ο όρος χρησιμοποιείται στη Βίβλο ειδικότερα για να δηλώσει μια συμφωνία ιδιότυπου χαρακτήρα, η οποία διέπει τις σχέσεις του Θεού με άτομα, και στοχεύει στη δημιουργία των προϋποθέσεων για τη σωτηρία ολόκληρης της ανθρωπότητας. Έτσι, η συλλογή των βιβλίων που περιέχουν τις γενικές αρχές και τους όρους αυτής της “διαθήκης” ή αναφέρονται στις συνέπειες που απορρέουν απ’ αυτήν, ονομάστηκε από την Εκκλησία “Παλαιά Διαθήκη”, σε αντιδιαστολή προς τη χρονικά μεταγενέστερη “Καινή Διαθήκη”.
ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ Συλλογή 27 βιβλίων που αναφέρονται στην εκπλήρωση των επαγγελιών της παλαιάς και τη σύναψη της νέας “διαθήκης” δια του Ιησού Χριστού, η οποία θα διέπει στο εξής τις σχέσεις του Θεού με τον νέο λαό του, τους χριστιανούς. Η σύναψη της νέας “διαθήκης” εξαγγέλλεται ήδη στην παλαιά από τους προφήτες της, μια εξαγγελία που η Εκκλησία την είδε να εκπληρώνεται στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού (κατά Ματθαίον 26,28 και αλλού).
Δευτεροκανονικά βιβλία. Ομάδα δέκα περίπου βιβλίων της Παλαιάς Διαθήκης που το πρωτότυπό τους είναι στα αρχαία ελληνικά και όχι στα εβραϊκά, γι’ αυτό και δεν περιλαμβάνονται στον εβραϊκό κανόνα των 39 βιβλίων της Παλαιάς Διαθήκης. Συμπεριλήφθηκαν στη μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης στα ελληνικά από εβδομήντα δύο λόγιους Εβραίους (η γνωστή Μετάφραση των Εβδομήκοντα 370 π.Χ.) για χάρη της ιουδαϊκής ιεραποστολής. Άλλες εκκλησίες δέχονται ότι αυτά τα βιβλία ανήκουν στον κανόνα της Παλαιάς Διαθήκης και άλλες όχι. Για το λόγο αυτό υπάρχουν εκδόσεις της Αγίας Γραφής σε δύο τύπους: Με τον πλήρη κανόνα των 49 βιβλίων της Παλαιάς Διαθήκης και με μόνον τα 39 βιβλία του εβραϊκού κανόνα, χωρίς τα λεγόμενα “Δευτεροκανονικά”.
Για να διαβάσετε την Αγία Γραφή πατήστε εδώ: